χασισοπότης — ο αυτός που καπνίζει χασίσι, χασικλής: Είχε καταντήσει χασισοπότης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χασίκλας — ο, θηλ. χασίκλα, Ν μανιώδης χασισοπότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χασίς + μεγεθ. κατάλ. ίκλας / ίκλα, πρβλ. σπασ ίκλας (για την κατάλ. αυτή πρβλ. και τους διαλ. τ. ανοστίκλα [< άνοστος], αγαν ίκλα [< αγανός])] … Dictionary of Greek
χασικλής — ο, θηλ. χασικλού και χασικλίνα, Ν 1. χασισοπότης 2. (κατ επέκτ.) ναρκομανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χασίς / χασίσι + κατάλ. κλής (πρβλ. θερια κλής, μερα κλής), μέσω ενός τ. *χασισι κλής, με απλολογία] … Dictionary of Greek
χασισοποσία — η, Ν η ενέργεια τού χασισοποτώ, η χρήση χασίς και η μέθη που προκαλείται από αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < χασισοπότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
χασισοποτείο — το, Ν τόπος όπου καπνίζουν χασίς, χασικλήδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χασισοπότης. Η λ., στον λόγιο τ. χασισοποτεῖον, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
χασισοποτώ — Ν καπνίζω χασίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < χασισοπότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
χασίκλας — ο θηλ. χασίκλα, η μανιώδης χασισοπότης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χασικλής — ο θηλ. χασικλού, η (λ. τουρκ.), χασισοπότης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)